δριμέως

δριμέως
δρῑμέως , δριμύς
piercing
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δριμέως — επίρρ. βλ. δριμύς …   Dictionary of Greek

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • ԹԹՈՒԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0811 Chronological Sequence: 10c մ. δριμύ, δριμέως acerbe, acriter, mordaciter Թթու օրինակաւ. թթուութեամբ իմն. ժանտ կամ կծու դիմօք. եւ Յայրատ հայեցուածով. ... *Հայեցաւ թթուաբար յոլոմպիադա, տռփանօք ցանկութեամբ հարեալ. Պտմ. աղեքս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”